- ύω
- Α1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ' ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.)2. (στο γ' εν. ως απρόσ.) ὕειβρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.)3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.)4. μέσ. ὕομαι- πέφτω σαν βροχή («χρυσὸν ὑσθῆναί φασιν ἐν τῇ νήσῳ», Στραβ.)5.παροιμ. φρ. α) «ὄνος ὕομαι» — λέγεται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι πολύ ισχυρογνώμοναςβ) «οὔθ' ὕεται οὔθ' ἡλιοῡται» — λέγεται για κάποιον που είναι αναίσθητος και αδιάφορος και δεν συγκινείται με τίποτε.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὕω (πιθ. < *ὕψω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sū «πιέζω, φιλτράρω» (πρβλ. αρχ. ινδ. sunoti) και συνδέεται με τα: τοχαρ. Α' swinc «βρέχει», αλβ. shi «βροχή» και αρχ. πρωσ. suge. Στην Ελληνική, αλλά και σε άλλες γλώσσες, μαρτυρούνται συνώνυμοι τ. σχηματισμένοι από διαφορετική ρίζα (πρβλ. οὐρανός, ἕρση και το λατ. pluit «βρέχει»). Το ρ. ὕω /ὕει γρήγορα αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο ρ. βρέχω / βρέχει που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική. Το παράγωγο ωστόσο τού ρ. υετός χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική και συγκεκριμένα στην επιστημονική ορολογία].
Dictionary of Greek. 2013.